- ισχύς
- Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως υπολογίζεται (στο αγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων) σε ιπποδύναμη (σύμβολο CV ή HP), ίση προς 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτ., ή σε βατ (W), δηλαδή σε τζάουλ ανά δευτ.
Στα ηλεκτρικά κυκλώματα συνεχούς ρεύματος η ι. απορρέει από τη διαφορά δυναμικού, που εκφράζεται σε βολτ, επί την ένταση του ρεύματος που εκφράζεται σε αμπέρ και μετράται σε βατ. Στα κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος, η ι. εκφράζεται από τη σχέση VΙσυνφ, όπου V η διαφορά του δυναμικού, Ι η ένταση του ρεύματος και το φ προσκτά την ονομασία του συντελεστή ι.
Επίσης η ι. ενός φακού ή γενικότερα δύο διαθλαστικών επιφανειών ορίζεται από τη σχέση μεταξύ του δείκτη διάθλασης του γυαλιού από το οποίο είναι κατασκευασμένος (ή των ανακλαστικών επιφανειών αντίστοιχα) και της εστιακής του απόστασης.
ενεργός ι. Η μέση τιμή της ι. σε κύκλωμα το οποίο διαρρέεται από εναλλασσόμενο ρεύμα που είναι σε φάση με την τάση. Όταν το ρεύμα είναι ημιτονοειδές, η ενεργός ι. ισούται με το γινόμενο της τάσης επί την ενεργό τιμή του ρεύματος (συνιστώσα του εναλλασσόμενου ρεύματος που βρίσκεται σε φάση με τη τάση). O συντελεστής ι. (συνφ) είναι στην περίπτωση αυτή μονάδα.
θερμαντική ι. Το ποσό της θερμότητας που παρέχουν τα θερμαντικά σώματα ανά μία ώρα κανονικής λειτουργίας.
ι. οπτικού οργάνου. Το πηλίκο της γωνίας (διάμετρος ανοίγματος) από την οποία παρατηρείται ένα αντικείμενο, διά του μήκους του αντικειμένου. Αν f είναι η εστιακή απόσταση ενός φακού εκφρασμένη σε μέτρα, τότε η ισχύς του Ρ είναι ίση με ρ = 1/f. Όταν έχουμε συστήματα λεπτών φακών που βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλο έτσι ώστε οι άξονές τους να συμπίπτουν, τότε η ι. του συστήματος ισούται με το αλγεβρικό άθροισμα των ι. που αποτελούν το σύστημα (οι εστιακές αποστάσεις θεωρούνται θετικές για τους συγκλίνοντες φακούς και αρνητικές για τους αποκλίνοντες). Μονάδα ι. στα διάφορα οπτικά όργανα είναι η διοπτρία, δηλαδή η ι. φακού με εστιακή απόσταση ίση με 1 μ.
κυμαινόμενη ι. Περιστρεφόμενο άνυσμα που παριστάνει το εναλλασσόμενο μέγεθος της στιγμιαίας τιμής της ι. και στρέφεται με διπλάσια γωνιακή ταχύτητα από την εναλλαγή της τάσης.
μέση ι. Το πηλίκο του έργου που παράγει το ρεύμα, καθώς μεταφέρει ενέργεια από την πηγή στα στοιχεία του κυκλώματος μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, διά του χρονικού αυτού διαστήματος (γενικά στα διάφορα περιοδικά φαινόμενα το διάστημα αυτό θεωρείται ίσο με μία περίοδο). Πρόκειται για το μέγεθος που χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές, αφού η στιγμιαία ι. στερείται πρακτικής σημασίας.
φωτεινή ι. Η φωτεινή ενέργεια που εκπέμπεται από μία φωτεινή πηγή στη μονάδα του χρόνου. Υπολογίζεται σε βατ ή σε cal/min. Επίσης μπορεί να οριστεί από το πηλίκο της φωτεινής ροής (ενέργειας ακτινοβολίας μήκους κύματος λ ανά μονάδα χρόνου και επιφανείας) που εκπέμπεται μέσα σε μια στερεά γωνία διά της στερεάς αυτής γωνίας. Η φωτεινή ι. μιας πηγής αποτελεί μέτρο της έντασης της ακτινοβολίας.
Μπορούμε να έχουμε μια ιδέα της έννοιας της ισχύος (δύναμης) αν συγκρίνουμε τους χρόνους που χρειάζονται π.χ. ένας γάιδαρος και ένας ηλεκτρικός κινητήρας για να εκτελέσουν την ίδια εργασία (εδώ να γεμίσουν ένα ορισμένο δοχείο με το νερό που βγάζουν από ενα πηγάδι). Όσο μικρότερος είναι ο χρόνος που απαιτείται τόσο μεγαλύτερη είναι η ισχύς.
* * *-ύος, η (ΑΜ ἰσχύς)·1. η ιδιότητα τού ισχυρού, σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία, ακμή σωματικών δυνάμεων, σφρίγος2. υλική δύναμη3. ηθική δύναμη, ηθική επιβολή, κοινωνική ή πολιτική επιρροή(«έχει μεγάλη ισχύ στην πολιτική ζωή»)4. η εξουσία, το κράτος, η δύναμη επιβολής5. νομικό ή πρακτικό κύρος, εγκυρότητα («η διάταξη που επικαλείσθε δεν έχει ισχύ σήμερα»)νεοελλ.1. (φυσ.-μηχανολ.) α) το μηχανικό έργο που πραγματοποιεί ένα φυσικό ή τεχνικό σύστημα στη μονάδα τού χρόνου ή η ενέργεια που δέχεται είτε αποδίδει ένα φυσικό ή τεχνικὸ σύστημα στη μονάδα τού χρόνουβ) η σχέση μεταξύ τής τιμής που έχει ένα φυσικο-χημικό μέγεθος και τής μέγιστης τιμής που μπορεί να προσλάβει το μέγεθος2. τεχνολ. η ικανότητα παραγωγής ενός ορισμένου αποτελέσματοςμσν.1. ανδρεία, γενναιότητα, γενναιοψυχία, ευψυχία2. υπεροχή3. αντίσταση4. στερεότητα5. θάρρος («ἰσχὺν ἀναλαβόμενος», Διγ. Ακρ.)μσν.-αρχ.το σύνολο τού στρατεύματος, η στρατιωτική δύναμηαρχ.1. πνευματική δύναμη, το σύνολο τών πνευματικών δυνάμεων («έξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου», (ΚΔ)2. η κινούσα, η κινητήρια δύναμη («ὁμοίως ἔχουσι ἡ ἰσχὺς πρὸς τὸ βάρος», Αριστοτ.)3. (για ομιλία ή φιλολογική κριτική) έντονο ύφος, ισχυρή έκφραση4. (για τη γη) ακμή, γομιμότητα, αποδοτικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία άποψη, η λ. εμφανίζει ἰ- προθεματικό, θ. -σχ- που συνδέεται με το σχ-εῖν τού ἔχω και κατάλ. -υς (πρβλ. πληθ-ύς). Στον Ησύχιο μαρτυρείται γλώσσα «βίσχυνἰσχύν, σφόδρα», που προϋποθέτει ένα αρχικό F- (*Fισχύς), το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από άλλες μαρτυρίες. Αν το F- γίνει δεκτό, πρέπει να οφείλεται σε αναλογία προς το (F)ίς «δύναμη» και να είναι υστερογενές. Η λ. ἰσχύς ήδη από την Αρχαία Ελληνική δήλωνε, εκτός από τη σωματική δύναμη, και την ηθική και την υλική, από όπου έλαβε την ειδικότερη σημ. «δύναμη ασκήσεως επιρροής, επιβολής» και, κατ' επέκτ., «εγκυρότητα». Η λ. αυτή διαφοροποιείται σημασιολογικά από τη λ. δύναμη* ως προς το ότι η έννοια τής τελευταίας είναι πιο γενική και από τις λ. ἀλκή, ῥώμη ως προς το ότι αυτές δηλώνουν τη σωματική κυρίως δύναμη. Στη Νέα Ελληνική η λ. ισχύς χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως την πολιτική και κοινωνική δύναμη (π.χ. θα εκλεγεί σίγουρα βουλευτής γιατί έχει μεγάλη ισχύ στον τόπο του), την εγκυρότητα ενός νόμου, μέτρου κ.λπ. (π.χ. το μέτρο αυτό δεν θα έχει ισχύ τους θερινούς μήνες), καθώς και ως επιστημονικός όρος στην τεχνολογία.ΠΑΡ. ισχυρός, ισχύω.ΣΥΝΘ. αρχ. άνισχυς].
Dictionary of Greek. 2013.